Τι είναι ο προστάτης;
Ο προστάτης είναι ένας μικρός αδένας, που ανευρίσκεται μόνο στους άντρες. Έχει μέγεθος όσο ένα καρύδι, βάρος περίπου 10 με 20 γραμμάρια, και βρίσκεται στην βάση της ουροδόχου κύστης. Μέσα από τον προστάτη διέρχεται το αρχικό μέρος της ανδρικής ουρήθρας, καθώς επίσης στον προστάτη εκβάλλουν και οι εκσπερματικοί πόροι, συμμετέχοντας έτσι στην διαδικασία της εκσπερμάτισης.
Ποια είναι η λειτουργία του προστάτη;
Η βασικότερη λειτουργία του προστάτη είναι η παραγωγή του σπερματικού υγρού που προστατεύει τα σπερματοζωάρια από το όξινο περιβάλλον του κόλπου. Επίσης εμπλουτίζει το σπερματικό υγρό με όλα εκείνα τα απαραίτητα συστατικά, που θα βοηθήσουν το σπερματοζωάριο στη γονιμοποίηση του ωαρίου.
Τι είναι η καλοήθης υπερπλασία του προστάτη;
Καλοήθης υπερπλασία του προστάτη ονομάζεται η αύξηση του μεγέθους του προστάτη. Αυτή η αύξηση του μεγέθους, που συμβαίνει κάτω από την επίδραση μίας ορμόνης, της τεστοστερόνης, συμπιέζει το τοίχωμα της ουρήθρας κυκλοτερώς, αλλά και την κύστη προς τα πάνω, προκαλώντας διαταραχές στην ούρηση. Είναι εξαιρετικά συχνή πάθηση που παρατηρείται μετά τα 40-50 έτη. Έτσι, οι 4 στους 10 άντρες έχουν συμπτώματα στην 5η δεκαετία της ζωής τους, το 70% στην 6η δεκαετία, το 80% στην 7η δεκαετία, για να φθάσουν στο 90% στην 8η δεκαετία.
Ποια είναι τα συμπτώματα που θα πρέπει να οδηγήσουν τον ασθενή στον ουρολόγο;
Τα συμπτώματα που οδηγούν τον ασθενή στον ουρολόγο είναι είτε τα ερεθιστικά, αυτά δηλαδή που αφορούν την αποθήκευση των ούρων, και είτε τα αποφρακτικά συμπτώματα, που αφορούν την δυσκολία στην αποβολή των ούρων.
Τα κυριότερα ερεθιστικά συμπτώματα είναι η συχνουρία (η τακτική ανάγκη για ούρηση μικρών ποσοτήτων ούρων), η νυκτουρία (η ανάγκη για ούρηση κατά την διάρκεια της νύχτας), η επιτακτική ούρηση ( η αδυναμία αναβολής της ούρησης), η ακράτεια από έπειξη (η ακούσια αποβολή ούρων λίγο πριν από την έναρξη της ούρησης), το αίσθημα της ατελούς κένωσης της ουροδόχου κύστης.
Τα συνήθη αποφρακτικά συμπτώματα είναι η μείωση στην ακτίνα των ούρων, η δυσκολία στην έναρξη της ούρησης, η διακοπτόμενη ούρηση, η απώλεια κάποιων σταγόνων στο τελείωμα της ούρησης και τέλος η επίσχεση ούρων, όταν, δηλαδή, γίνεται τελείως αδύνατη η διαδικασία της ούρησης.
Βέβαια υπάρχουν και κάποια συμπτώματα που δεν είναι τυπικά για τον προστάτη, αλλά μπορούν να προσανατολίσουν προς κάποια πάθησή του, όπως ο πόνος κατά την ούρηση, η αιματουρία (η παρουσία αίματος στα ούρα), η καυσουρία (το αίσθημα καύσου κατά την ούρηση).
Επομένως, οποιαδήποτε αλλαγή στις φυσιολογικές συνήθειες ούρησης, θα πρέπει να οδηγήσει τον ασθενή στον ουρολόγο. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οποιασδήποτε μορφή διαταραχή της ούρησης δεν πρέπει να αποδίδεται στην γήρανση του ασθενούς.
Που μπορεί να οδηγήσει η καλοήθης υπερπλασία του προστάτη αν δεν θεραπευτεί έγκαιρα;
Η καλοήθης υπερπλασία του προστάτη (ΚΥΠ) μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές επιπλοκές, που μπορούν να φτάσουν μέχρι και την νεφρική ανεπάρκεια, αν δεν θεραπευτεί εγκαίρως. Οι συνηθέστερες επιπτώσεις είναι η οξεία επίσχεση των ούρων, οι υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις, η πάχυνση του τοιχώματος της κύστης, η μυϊκή ατονία της κύστης, η δημιουργία δοκίδωσης και ψευδοεκκολπωμάτων της ουροδόχου κύστης, ο σχηματισμός λίθων στην κύστη κ.α.
Υπάρχουν όμως και επιπτώσεις και στην ποιότητα ζωής των ασθενών καθώς περιορίζεται η επαγγελματική τους απόδοση, λόγω των συχνών επισκέψεων στην τουαλέτα κατά την διάρκεια της εργασίας τους, περιορίζεται η κοινωνική τους δραστηριότητα, καθώς αναπτύσσονται συναισθήματα ντροπής και εσωστρέφειας, περιορίζονται οι φυσικές τους ικανότητες , ως αποτέλεσμα της γρήγορης κόπωσης, λόγω των συχνών επισκέψεων στην τουαλέτα κατά την διάρκεια της νύχτας και του σύντομου ύπνου τους, αναπτύσσονται συναισθήματα χαμηλής αυτοεκτίμησης, ειδικά σε ασθενείς που «βρέχουν» άθελα τα ρούχα τους, επέρχεται στυτική δυσλειτουργία και σταδιακή απομάκρυνση από την σύντροφο.
Κάθε πότε πρέπει να εξετάζεται ένας άνδρας για τον προστάτη του;
Κάθε άνδρας στην ηλικία των 40 οφείλει να επισκεφτεί τον ουρολόγο του για πρώτη φορά. Θα υποβληθεί σε υπερηχογραφικό έλεγχο του ουροποιητικού, σε δακτυλική εξέταση του προστάτη και αιματολογική εξέταση PSA. Ανάλογα με τα αποτελέσματα της εξέτασης, ο ουρολόγος θα αποφασίσει για το χρονικό διάστημα του επανέλεγχου.
Ένας άντρας δίχως συμπτώματα (ασυμπτωματικός) μετά τα 50 του χρόνια οφείλει να εξετάζεται μία φορά τον χρόνο από ουρολόγο. Θα υποβληθεί επίσης σε υπερηχογραφικό έλεγχο του ουροποιητικού, σε δακτυλική εξέταση του προστάτη και αιματολογική εξέταση PSA. Ο προληπτικός αυτός έλεγχος ίσως οδηγήσει σε έγκαιρη διάγνωση τυχόν καρκίνου στον προστάτη.
Κάθε άνδρας που έχει συμπτώματα από το ουροποιητικό οφείλει να εξετασθεί από τον ουρολόγο, ανεξαρτήτως ηλικίας.
Οι άνδρες με οικογενειακό ιστορικό άμεσου συγγενούς με καρκίνο του προστάτη είναι προτιμότερο να ξεκινήσουν αυτόν τον έλεγχο τουλάχιστον στα 40 τους χρόνια.
Πώς γίνεται η διάγνωση της καλοήθους υπερπλασίας του προστάτη;
Η διάγνωση γίνεται από τον ουρολόγο με την λήψη λεπτομερούς ιστορικού, με την δακτυλική εξέταση, που γίνεται κυρίως για τον αποκλεισμό του καρκίνου του προστάτη, με την αιματολογική εξέταση του PSA,και τέλος με τον υπερηχογραφικό έλεγχο, που προσδιορίζει με ακρίβεια το μέγεθος του αδένα, ενώ ακόμα μπορεί να μας δείξει εάν υπάρχει κατακράτηση ούρων , καθώς και την κατάσταση των νεφρών και της ουροδόχου κύστης.
Σε ασθενείς με διαταραχές της ούρησης γίνεται επιπλέον και ουροροομετρία, (εξέταση μέτρησης της ροής των ούρων). Ο ασθενής ουρεί σε ειδικό δοχείο που μετρά την ροή των ούρων, την ποσότητά τους, καθώς και τον χρόνο της ούρησης. Η εξέταση συνδυάζεται σχεδόν πάντα με υπερηχογραφικό έλεγχο της ουροδόχου κύστης πριν και μετά την ούρηση.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, όταν ο ουρολόγος κρίνει αναγκαίο, γίνεται κυστεοσκόπηση, έλεγχος δηλαδή της ουρήθρας, του προστάτη και της ουροδόχου κύστης υπό άμεση όραση, με την βοήθεια ειδικού οργάνου που φέρει μικρή κάμερα στο άκρο του. Ακτινολογικές εξετάσεις, όπως ενδοφλέβια πυελογραφία και διορθικό υπερηχογράφημα είναι προαιρετικές και εφαρμόζονται σε ειδικές μόνο περιπτώσεις.
Πώς αντιμετωπίζεται η καλοήθης υπερπλασία του προστάτη;
Σε ασθενείς με ήπια συμπτώματα δίνονται οδηγίες για τακτική παρακολούθηση ανά έτος.
Σε ασθενείς με συμπτώματα προτείνεται η φαρμακευτική θεραπεία που αποσκοπεί στην ανακούφιση των συμπτωμάτων από την ταλαιπωρία που του δημιουργούν τα συμπτώματα που προαναφέρθηκαν, καθώς και η πρόληψη ανεπανόρθωτης βλάβης του ουροποιητικού. Ανάλογα με το μέγεθος του προστάτη και τη βαρύτητα των συμπτωμάτων γίνεται συνδυασμός των τριών ομάδων φαρμάκων που διαθέτουμε στην φαρέτρα μας με σκοπό την άρση της απόφραξης και την μείωση του μεγέθους του προστάτη καθώς και την μείωση της δυσφορίας και την βελτίωση της ποιότητας ζωής των ασθενών.
Σε ασθενείς με έντονα συμπτώματα και με σοβαρό κίνδυνο ανεπανόρθωτης βλάβης του ουροποιητικού, προτείνεται η χειρουργική θεραπεία. Ασθενείς που έχουν ένδειξη για χειρουργική αντιμετώπιση είναι ασθενείς με οξεία επίσχεση ούρων, με πλήρη δηλαδή αδυναμία ούρησης, ασθενείς με χρόνια επίσχεση ούρων που συνοδεύεται με μεγάλο υπόλοιπο ούρων με ή χωρίς συνύπαρξη διάτασης του πυελοκαλυκικού συστήματος των νεφρών, ασθενείς με ιστορικό με υποτροπιάζουσες προστατίτιδες, με υποτροπιάζουσες αιματουρίες προστατικής προέλευσης ή και με λιθίαση της ουροδόχου κύστης, αλλά και ασθενείς που η φαρμακευτική τους αντιμετώπιση συνοδεύεται με έντονες παρενέργειες.
Ποιες είναι οι χειρουργικές επεμβάσεις για την θεραπεία της καλοήθους υπερπλασίας του προστάτη;
Οι χειρουργικές επεμβάσεις γίνονται με γενική ή ραχιαία αναισθησία. Η βελτίωση των συμπτωμάτων είναι εμφανής από την πρώτη μετεγχειρητική μέρα. Η νοσηλεία με τις σύγχρονες ουρολογικές μεθόδους είναι μονοήμερη και ανώδυνη.
Η συχνότερη επέμβαση που γίνεται παγκόσμια για τη θεραπεία της ΚΥΠ είναι η διουρηθρική προστατεκτομή με πλάσμα με χρήση διπολικής διαθερμίας (TURis).
Αποτελεί μέχρι σήμερα την πιο συχνή χειρουργική θεραπεία για προστάτες όγκου μέχρι και 120-130 κ.εκ. Η χειρουργική αφαίρεση γίνεται διουρηθρικά (μέσω της ουρήθρας). Η αφαίρεση γίνεται κόβοντας σε μικρά τμήματα το αδένωμα του προστάτη με ηλεκτρόδιο τύπου αγκύλης και τα ιστοτεμάχια αυτά αποστέλλονται για ιστολογική εξέταση για πιθανή ανίχνευση κακοηθείας. Με την διαθερμία TURis διατίθεται ειδικό ηλεκτρόδιο τύπου μανιταριού με το όποιο πραγματοποιείται εξάχνωση του προστάτη. Έχει ένδειξη σε ασθενείς υψηλού κινδύνου που βρίσκονται σε αντιπηκτική αγωγή, όταν θα πρέπει να συνδυαστεί η βραχυπρόθεσμη νοσηλεία, με την ελάχιστη απώλεια αίματος και τέλειο χειρουργικό αποτέλεσμα.
Τα πλεονεκτήματα αυτής της μεθόδου είναι η απουσία τομών, η βραχυπρόθεσμη νοσηλεία μίας μόνο ημέρας, η ελάχιστη ανάγκη μετάγγισης αίματος, η αφαίρεση του ουροκαθετήρα την επομένη μέρα της επέμβασης και η απουσία ακράτειας ή στυτικής δυσλειτουργείας μετεγχειρητικά (<0.5%).
Η προστατεκτομή με χρήση Laser είναι επίσης μία ελάχιστα επεμβατική διουρηθρική τεχνική που γίνεται με την εισαγωγή ειδικού οργάνου μέσα στην ουρήθρα και την εξάχνωση του προστατικού αδενώματος με ίνες laser διαφόρων τύπων.
Τα πιο δοκιμασμένα LASER είναι το Holmium laser και το laser πράσινου φωτός (GREEN LIGHT KTP) . Το βασικό πλεονέκτημα της laser-προστατεκτομής είναι ότι η μέθοδος αυτή μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε ασθενείς υψηλού κινδύνου με μεγαλύτερη ασφάλεια, όπως σε άντρες με σοβαρά καρδιαγγειακά προβλήματα που δε επιτρέπεται η διακοπή της αντιπηκτικής αγωγής. Τα μειονεκτήματα περιλαμβάνουν την αδυναμία ιστολογικής εξέτασης (βιοψίας) λόγω της εξάχνωσης του ιστού, τα συχνότερα μη προϋπάρχοντα ερεθιστικά φαινόμενα (συχνουρία επιτακτικότητα), αλλά και το αυξημένο κόστος εξοπλισμού και αναλωσίμων.
Πρέπει να σημειωθεί ότι μετά την επέμβαση, και με τις δύο τεχνικές, παραμένει το περιφερικό τμήμα του προστάτη το όποιο μπορεί στο μέλλον να παρουσιάσει κακοήθεια και για αυτόν τον λόγο η τακτική παρακολούθηση του προστάτη, μετά την επέμβαση, πρέπει να γίνεται ετησίως.
Η ανοικτή προστατεκτομή γίνεται όταν ο προστάτης είναι αρκετά μεγάλος (>150cc), ώστε να μην επιτρέπεται η εφαρμογή της διουρηθρικής προστατεκτομής με ασφάλεια. Από μια μικρή τομή που γίνεται υπερηβικά, στο κάτω μέρος της κοιλιάς, αφαιρείται το προστατικό αδένωμα χωρίς την κάψα του. Μετά από την επέμβαση, τοποθετείται καθετήρας στην κύστη για 5 έως 7 ημέρες, και παροχέτευση για 2-3 ημέρες. Εφαρμόζεται σε μεγάλα αδενώματα, καθώς επίσης και όταν συνυπάρχει και άλλη παθολογία που χρειάζεται ταυτόχρονη αντιμετώπιση όπως τα εκκόλπωματα ή/ και η παρουσία λίθων εντός της ουροδόχου κύστης.